κεκραγάριο

κεκραγάριο
κεκραγάριο το
1) 140-й псалом, начинающийся со слов «Κύριε εκέκραξα προς σε, εισάκουσόν μου...» — «Господи, воззвах к Тебе, услыши мя…»;
2) богослужебная книга для певчих, содержащая тропари, которые поются вместе с 140-м псалмом

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κεκραγάριο" в других словарях:

  • κεκραγάριο — το (Μ κεκραγάριον) (βυζ. μουσ.) ονομασία τροπαρίων που ψάλλονται στην αρχή τής ακολουθίας τού εσπερινού με πρώτο στίχο το «Κύριε εκέκραξα...» [ΕΤΥΜΟΛ. < κέκραγα, παρακμ. τού κράζω] …   Dictionary of Greek

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»